Η ελιά αποτελεί την μεγαλύτερη, με διαφορά, καλλιέργεια στην χώρα μας με περισσότερα από 140 εκατομμύρια δέντρα, απασχολώντας περί τα 180.000 άτομα στην αλυσίδα παραγωγής ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών. Σε αντίθεση όμως με το τεράστιο ενδιαφέρον που αναπτύσσεται παγκοσμίως, κυρίως λόγω των σοβαρών υγειοπροστατευτικών ιδιοτήτων του ελαιολάδου, στη χώρα μας το ελαιόλαδο αποτελεί το πλέον εγκαταλειμμένο τρόφιμο, παρά την μεγάλη προστιθέμενη αξία που μπορεί να δημιουργήσει. Δεν θα παρατεθούν εδώ οι λόγοι στους οποίους οφείλεται αυτή η αδιανόητη αδιαφορία, διαχρονικά, από το Κράτος, αλλά θα παρατεθούν κάποιες πρώτες σκέψεις- προτάσεις που πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στην ανάπτυξη του τομέα.+
1. Ο ρόλος των καταναλωτών στην βελτίωση της ποιότητας
Η βελτίωση της ποιότητας των ελαιολάδων αποσκοπεί πρώτον στην αύξηση των ποσοτήτων της κατηγορίας «εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου» που είναι δυνατόν να τυποποιηθούν επιφέροντας σταδιακά στην βελτίωση της υγείας των καταναλωτών, λόγω των πολυφαινολών αλλά και των μονοακόρεστων λιπαρών που περιέχουν. Επί πλέον, σταδιακά, αναμένεται να επέρχεται αντικατάσταση των εξαιρετικά βλαπτικών για την υγεία μας σπορέλαιων με εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα. Για την ποιότητα του Ελληνικού ελαιολάδου συντηρείται ένας μύθος, ότι δηλαδή το 80% των ελαιολάδων ανήκουν στην κατηγορία “εξαιρετικό παρθένο”, δηλαδή στην κατηγορία των ελαιολάδων τα οποία τυποποιούνται και μπαίνουν στα ράφια ή εξάγονται. Αυτό όμως το 80% δεν ισχύει, αφού δεν υποστηρίζεται από κάποιο αξιόπιστο στοιχείο πέραν των φημών που το αναπαραγάγουν. Αντίθετα, το Εργαστήριο οργανοληπτικής αξιολόγησης του Υπουργείου Ανάπτυξης έχει αναφέρει ότι το εξαιρετικό παρθένο αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό της τάξεως του 60% και το υπόλοιπο 40% ανήκει (λόγω ελαττωμάτων) στην κατηγορία “παρθένο” ή “λαμπάντε” (από αυτά τα ελαιόλαδα παρασκευάζεται μετά από ραφινάρισμα το – κενό πολυφαινολών – επονομαζόμενο “Κλασικό” ελαιόλαδο). Μόνο αν οι καταναλωτές γνωρίσουν και αναζητήσουν ελαιόλαδα καλύτερης ποιότητας θα γίνει στροφή και στα ράφια των S/M προς τα καλύτερης ποιότητας. Τα ανώτερης ποιότητας ελαιόλαδα εξάγονται από την αρχή της περιόδου χύμα στην Ιταλία, αφήνοντας στην εσωτερική αγορά για τυποποίηση τα χαμηλότερης ποιότητας και κυρίως μείγματα αυτών συνήθως με μικρά ελαττώματα. Η αναζήτηση ελαιολάδων καλύτερης ποιότητας, π.χ. με περισσότερες πολυφαινόλες τα οποία ξεχωρίζουν εύκολα από την πιο έντονη αίσθηση πικρού ή πικάντικου στον λαιμό, μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά. Απαιτείται, πρώτον, η ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού για την μεγάλη υπεροχή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη λιπαρή ουσία στη γη και δεύτερον, να παρασχεθεί η δυνατότητα στο ευρύτερο κοινό να εκπαιδευτεί σχετικά με μια σύντομη οργανοληπτική εκπαίδευση. Αυτό μπορεί και πρέπει να αρχίσει να παρέχεται, ενδεικτικά, από δήμους σε ελαιοπαραγωγικές περιοχές, συνεταιρισμούς ή ομάδες παραγωγών. Οι γείτονες μας Ιταλοί, άριστοι γνώστες των πολλαπλών θετικών επιπτώσεων από την παραγωγή και κατανάλωση ποιοτικών τροφίμων αλλά και ιδιαίτερα του ελαιολάδου, καταβάλλουν από ετών συστηματικές προσπάθειες ξεκινώντας με την γνωριμία των μικρών παιδιών με καλά ελαιόλαδα, από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
2. Κομβικός ο ρόλος των ελαιοτριβείων
Το βάρος για την βελτίωση της ποιότητας των ελαιολάδων πέφτει πρωταρχικά στην πηγή παραγωγής τους, δηλαδή στους ελαιοπαραγωγούς και – κυρίως – στα ελαιοτριβεία τα οποία μπορεί εύκολα να «καταστρέψουν» τον πλέον άψογο καρπό σε ελαττωματικό προϊόν. Αυτά λειτουργούν μέχρι σήμερα χωρίς κανένα έλεγχο, χωρίς προδιαγραφές ή καταγραφή και παρακολούθηση των συνθηκών λειτουργίας τους. Εδώ ο ΕΦΕΤ έχει δυστυχώς ουσιαστικά αποστασιοποιηθεί από αυτόν τον κρίσιμο εποπτικό ρόλο παρότι το ελαιόλαδο είναι τρόφιμο που κυκλοφορεί με οδηγίες από τον ΕΦΕΤ ο οποίος, σημειωτέον, ελέγχει το ελαιόλαδο στα τυποποιητήρια και τα ράφια των Σ/Μ.
Η χρήση πλαστικών σακιών (συνήθως από λιπάσματα) για την μεταφορά των καρπών είναι μάλλον ο γενικός κανόνας αλλά πρόκειται για ένα μέσον επιεικώς απαράδεκτο (οι καρποί συμπιέζονται και “ανάβουν” προκαλώντας τεράστια ποιοτικά προβλήματα) ενώ τα κατάλληλα πλαστικά τελάρα αποτελούν ακόμη μικρή μειοψηφία. Επίσης είναι αδιανόητο να μην απαιτείται (σε κραυγαλέα αντίθεση με τα οινοποιεία), άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ελαιουργού, παρά μόνο μία τυπική άδεια για τις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις και την άδεια διάθεσης των λυμάτων. Χωρίς την νομοθετική εφαρμογή μιας ουσιαστικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης των υπευθύνων των ελαιοτριβείων δεν μπορεί να αναμένεται ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος κατά τα επόμενα χρόνια.
Άλλο πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι τα περισσότερα ελαιοτριβεία αμείβονται σήμερα με την – καταστροφική για την ποιότητα – μέθοδο του “δικαιώματος” – δηλαδή αμείβονται με ποσοστό επί της ποσότητας που παράγουν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα ελαιοτριβεία αυτά να ενδιαφέρονται πολύ λίγο για την ποιότητα του ελαιολάδου που παράγουν ενώ ενδιαφέρονται κυρίως για την ποσότητα που θα παραχθεί (από την οποία εξαρτάται το ύψος της αμοιβής τους). Μόνο όσα ελαιοτριβεία αμείβονται ανάλογα με το βάρος των καρπών που επεξεργάζονται, μπορούν να εξελιχθούν ποιοτικά και να ενδιαφερθούν π.χ. να ανοίξουν νωρίς (αρχές Οκτωβρίου) για την υποδοχή πρασινοκίτρινων καρπών ή να δέχονται “υποδείξεις” για την βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος που θα ελαιοποιήσουν.
3. Παροχή δυνατοτήτων εκπαίδευσης στους ελαιοπαραγωγούς
Γενικότερα, η ποιότητα του ελαιολάδου μπορεί να βελτιωθεί μόνο αν ένας μελλοντικός ΥΠΑΑΤ, ευαισθητοποιημένος με το προϊόν, καταγόμενος μάλιστα από ελαιοπαραγωγική περιοχή (καλό παράδειγμα αποτέλεσε ο τ. ΥΠΑΑΤ Σπήλιος Λιβανός ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει μια σημαντική προσπάθεια με την περίφημη πλατφόρμα καταγραφών) βάλει ένα στόχο: να βελτιωθεί ο τομέας του ελαιολάδου. Αυτό θα απαιτήσει από την κεντρική εξουσία να εφαρμόσει “σοβαρή” σε βάθος εκπαίδευση των ελαιοπαραγωγών και των ελαιοτριβέων, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ισπανίας ή της Ιταλίας ή Πορτογαλίας. Υπενθυμίζεται ότι το Ελληνικό κρασί δεν θα είχε φτάσει ποτέ εκεί που είναι σήμερα χωρίς την απόκτηση πανεπιστημιακών γνώσεων στη χώρα μας και βεβαίως με την ενεργό συμμετοχή πολλών Ελλήνων οινολόγων που γύρισαν από το Μπορντό ή την Καλιφόρνια. Τέλος, για να γίνει αντιληπτή η ανάγκη παροχής πανεπιστημιακής ελαιοκομικής παιδείας, αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι η Γαλλία με συνολική ετήσια παραγωγή ελαιόλαδου μόλις 3.500 τόνων (Ελλάδα 300.000 τόνοι), παρέχει σπουδές επιπέδου Μάστερ στην “Oleologie” (Ολεολογία), στο Πανεπιστήμιο του Μοντπελιέ σε συνεργασία με την Γαλλική Διεπαγγελματική Ελαιολάδου (https://tinyurl.com/3kbtss8w) … (οι συγκρίσεις σοκάρουν).
4. Καταγραφή της ελαιοπαραγωγής από το χωράφι στο ράφι
Για την σύνταξη οποιοδήποτε σχεδίου για βελτίωση της κατανάλωσης και την αύξηση των εξαγωγών απαιτείται συνεχής συστηματική καταγραφή αναλυτικών, επιστημονικά επεξεργασμένων, στατιστικών στοιχείων. Αυτά τα στοιχεία είναι ανύπαρκτα στο ελαιόλαδο γεγονός το οποίο εξηγεί ότι οι κατά καιρούς φωνασκίες περί σύνταξης “Στρατηγικού σχεδίου για το ελαιόλαδο” δεν έχουν βρει καμία ανταπόκριση. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει σήμερα κανένα αξιόπιστο στατιστικό στοιχείο ώστε να είναι δυνατή η σύνταξη ενός μακρόπνοου σχεδίου εξαγωγικής δραστηριότητος. Τα στοιχεία που απαιτείται – ενδεικτικά – να καταγράφονται κάθε χρόνο για το ελαιόλαδο μπορεί να περιλαμβάνουν την περιοχή παραγωγής (νομό, περιφέρεια), την ποσότητα και ποικιλία των καρπών που ελαιοποιούνται, την ποιότητα του ελαιολάδου με βάση τα χημικά και οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, την ποιότητα και ποσότητα των δεξαμενών αποθήκευσης, το είδος συσκευασίας, την διακίνηση, την χώρα και τις περιοχές προορισμού, και άλλα. Αυτά όλα τα στοιχεία ήταν έτοιμα να εφαρμοστούν και στη χώρα μας με την χρήση μιας ολοκληρωμένης, λειτουργικής πλατφόρμας καταγραφής όλων των ανωτέρω στοιχείων η οποία είχε σχεδιασθεί σε απόλυτη συνεργασία του ΥΠΑΑΤ με την ΑΑΔΕ, αλλά πέρυσι με την απότομη αλλαγή υπουργού στο ΥπΑΑΤ αυτά σταμάτησαν και δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ παρά τις περί αντιθέτου συνεχείς διαβεβαιώσεις, για λόγους που δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Είναι βέβαια προφανές ότι με την χρήση της πλατφόρμας (παρόμοια πλατφόρμα εφαρμόζεται αυστηρά στην Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία ήδη από πολλών ετών….), θα εθίγοντο σοβαρά κάποια άνομα οικονομικά συμφέροντα (ενώ θα είχε αντίστοιχο όφελος το κράτος), αφού ίσως και 60.000 τόνοι ελαιολάδου (κατά την άποψη της Διεπαγγελματικής Ελαιολάδου) διαφεύγουν κάθε χρόνο χωρίς τιμολόγιο (με ένα απλό CMR) στην Ιταλία…
5. Οι παρενέργειες του ανώνυμου 17κιλου ντενεκέ
Η αναλυτική καταγραφή και παρακολούθηση των κινήσεων του ελαιολάδου από τον καρπό στο ράφι, αναμένεται να οδηγήσει στην κατάργηση της – παράνομης – διακίνησης του ανώνυμου 17κιλου ντενεκέ των λαϊκών αγορών και του κουμπάρου από το χωριό, η οποία όμως μέχρι σήμερα γίνεται ελεύθερα, ενώ μόνο η διακίνηση επώνυμων, 5λιτρων μεταλλικών δοχείων αποτελεί νόμιμη διαδικασία (τι χώρα και αυτή!). Το επώνυμο τυποποιημένο ελαιόλαδο υπερέχει βεβαίως με την εγγύηση ποιότητας του τυποποιητή. Αντίθετα, μέσα στον ανώνυμο 17κιλο ντενεκέ βρίσκονται και ελαττωματικά ελαιόλαδα (π.χ. ταγγισμένα ή με οσμές) αλλά και αυτά με μούργα, αφού πωλούνται πάντοτε αφιλτράριστα. Το κυριότερο είναι ότι δυστυχώς μέσα τους κρύβονται ελαιόλαδα τα οποία ¨κόβονται” από την τυποποίηση λόγω των περιεχομένων σε αυτά επικίνδυνων φυτοφαρμάκων – σε υψηλά, απαγορευτικά επίπεδα. Και απέναντι έχουμε ένα ανεύθυνο, ανώνυμο Ελληνικό κράτος το οποίο βέβαια έχει τεράστιες ευθύνες επιτρέποντας την ελεύθερη, ανεξέλεγκτη διακίνηση ελαιολάδων σε 17κιλους ντενεκέδες, με τις μεταφορικές εταιρείες και τα πλοία, η οποία οδηγεί προφανώς σε τεράστιες απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από ΦΠΑ και φόρους. Είναι απογοητευτικό αλλά στον τομέα του ελαιολάδου, κανένας πολιτικός πλέον δεν έχει τα κότσια να βάλει κάποια σοβαρά πράγματα στη θέση τους, το πιθανότερο λόγω άγνοιας. Κρίμα, αλλά αν τους εξηγούσαν τον δρόμο προς τον οποίο βαδίζει το τουρκικό ελαιόλαδο (μας έχει ήδη ξεπεράσει κατά 30% σε συνολική ποσότητα ενώ ήδη εξάγουν περισσότερο τυποποιημένο), ίσως κάποιοι να άλλαζαν στάση. Αυτό πρέπει να γίνει άμεσα, πριν είναι αργά (ας θυμηθούμε τα drones…) αλλιώς μέσα στα επόμενα 10 χρόνια τα πράγματα θα έχουν πάρει μη αναστρέψιμη πορεία.